- αφομοιώνω
- αφομοιώνω, αφομοίωσα βλ. πίν. 3
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αφομοιώνω — (AM ἀφομοιῶ, όω) κάνω κάτι ή κάποιον όμοιο με τον εαυτό μου νεοελλ. 1. (ως οργανισμός) απορροφώ, κάνω αφομοίωση 2. (για γνώσεις, μαθήματα κ.λπ.) κατανοώ απόλυτα αρχ. 1. καθιστώ ή κάνω κάτι όμοιο με άλλο 2. συγκρίνω, παραβάλλω 3. απεικονίζω,… … Dictionary of Greek
αφομοιώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, κάνω κάτι όμοιο με άλλο, εξομοιώνω: Ο οργανισμός αφομοιώνει ένα μέρος από τις τροφές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαθαίνω — και μανθάνω (AM μανθάνω, Μ και μαθαίνω) 1. αποκτώ γνώση ή γνώσεις με σπουδές, έρευνες, εξάσκηση ή πείρα, διδάσκομαι (α. «όσο ζω μαθαίνω» β. «ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῑς γέρουσιν εὖ μαθεῑν», Αισχύλ.) 2. γίνομαι κύριος μιας γνώσης, κάνω κτήμα μου αυτό που… … Dictionary of Greek
προεισοικίζομαι — Α 1. εισάγω στην οικία προηγουμένως («Ἰακὼβ τὴν Λείαν προεισοικισάμενο», Κύριλλ.) 2. αφομοιώνω κάτι («ἅς [ἀρετὰς] ἀναγκαῑον μὲν προεισοικίσασθαι καὶ ἐν στέρνοις ἔχειν», Κύριλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εἰσοικίζω «εισάγω ως κάτοικο, εξοικειώνω»] … Dictionary of Greek
συνεκπέσσω — και αττ. τ. συνεκπέττω Α 1. χωνεύω κάτι εντελώς 2. συντελώ στην πλήρη πέψη 3. βοηθώ στην ωρίμανση 4. (σχετικά με κρασί) καθιστώ κατάλληλο για πόση («συνεκπέττειν τὸν οἶνον», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκπέσσω «χωνεύω, αφομοιώνω»] … Dictionary of Greek